Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Πέντε λεπτά νωρίτερα

 Ήταν κάποτε μια όμορφη πόλη με φιλήσυχους μα και ευκολόπιστους κατοίκους. Είχαν την αφέλεια να νομίζουν πως ζούσαν και δούλευαν ελεύθεροι ενώ στην πραγματικότητα τους καταδυνάστευαν ο βασιλιάς και οι γραμματιζούμενοι αυλικοί του, οι όποιοι καρπωνόντουσαν και το μεγαλύτερο μερίδιο από τους κόπους των πολιτών. Στην υπηρεσία της πόλης και του συμφέροντος είχε θέσει τον εαυτό της και μια πολύ έξυπνη κοπέλα που την έλεγαν Οικονομία, εν συντομία Μία. Με τα νούμερα κανένας δεν της πήγαινε κόντρα. «Εγώ θα σας κάνω κουμάντο με τα δημόσια χρήματά μας, αν μου έχετε εμπιστοσύνη» είπε και όλοι συμφώνησαν, αφού ξέρανε πως ήταν δίκαιη κοπέλα και μαθηματική ιδιοφυία. Μα δυστυχώς ούτε αυτή αφέθηκε ελεύθερη να πράξει το καθήκον της για το κοινό όφελος του συνόλου των πολιτών, με την διαφορά πως εκείνη ήξερε ότι ήταν σκλαβωμένη αφού την είχε φυλακίσει η κυβερνητική κλίκα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο στα ανάκτορα του βασιλιά. 



Τί γινόταν σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο; Δεν μπορεί να τα φανταστεί ανθρώπου νους. Αν μίλαγαν τα τέσσερα ντουβάρια θα λέγανε πολλά. Ξύλο με το τουλούμι έπεφτε στο βασανισμένο κορμάκι της Μίας. Βασιλιάς και αυλικοί ασελγούσαν πάνω της καθημερινά. «Εμείς θα σου λέμε τί θα κάνεις αλλιώς θα σε σκοτώσουμε» της λέγανε κι αυτή, μην μπορώντας να αντιδράσει και χωρίς συμμάχους, ακολουθούσε τις διαταγές τους. Και ενώ ήξερε πως οι φόροι πήγαιναν στις κοιλιές και στα σεντούκια των αυλικών δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς από το να βάζει χαράτσια στους φτωχούς πολίτες. Εξάλλου από κάπου έπρεπε να βγουν τα απαιτούμενα λειτουργικά έξοδα της πόλης. Πώς θα κλείνανε οι λακκούβες στα πλακόστρωτα δρομάκια; Και ο βασιλιάς και οι παρατρεχάμενοι στο όνομα της Μίας έπαιρναν τις πιο άδικες και άκαρδες αποφάσεις. Μα εκείνη ποτέ δεν ξαναμίλησε στον κόσμο. Δεν ήθελε να λέει ψέματα. Άφηνε τους άλλους να το κάνουν. Μάλιστα κάθε λίγες μέρες την παρουσίαζαν στο πλήθος, να στέκεται σε ένα ψηλό μπαλκόνι, καθαρή, στολισμένη, αρωματισμένη και ντυμένη με το μακρύ παραδοσιακό φόρεμα της πόλης που είχε πάνω του ζωγραφισμένο ένα καραβάκι. Έτσι έκρυβαν τα σημάδια του κορμιού της. «Ορίστε πολίτες, η όμορφή μας Μία, δείτε την πως χαμογελάει και αστράφτει. Όλα καλά πάνε με τα χρήματά σας. Και σε λίγο θα της φέρουμε και ένα καινούριο φόρεμα, σύγχρονο και να δείτε πως θα παίρνει ακόμα καλύτερες αποφάσεις. Εκσυγχρονιζόμαστε αγαπητοί μας συμπολίτες!» και έτσι έγινε. 


Πήρανε στην Μία ένα νέο, αφόρητα στενό φόρεμα, από άλλες προοδευτικές και σύγχρονες πόλεις, μπλε χρώματος. που πάνω του ήταν ζωγραφισμένα δώδεκα χρυσά αστέρια. «Τώρα της φέρανε ωραίο φόρεμα οι ξένοι, μιας και είναι νέα κοπέλα, θα είναι και φίλη της ελεύθερης διακίνησης χρημάτων από και προς τις πόλεις των ξένων που της έφεραν το δώρο», λέγανε οι γνωστοί αυλοκόλακες. Μερικοί πολίτες φοβήθηκαν από μια τέτοια εξέλιξη. Θα γίνεται σωστός έλεγχος για το τί μπαίνει μα το κυριότερο, για το τί βγαίνει από το ταμείο. Αλλά πώς να πάνε κόντρα στην σύγχρονη εποχή; Συμβιβαστήκανε. Τελικά άλλαξε κάτι; Φυσικά. Άρχισαν να έρχονται πλέον και από τις άλλες πόλεις αυλικοί και βασιλείς και βιαιοπραγούσαν στο ήδη ταλαιπωρημένο της κορμί. Έπεφτε το ξύλο της αρκούδας, του αετού, του λιονταριού, του τίγρη. Τυχοδιώκτες αποδείχτηκαν και οι ξένοι που ήρθαν σαν φίλοι, βάζανε και εκείνοι στα σύγχρονα πουγκιά τους παράδες και χρυσό από τα δημόσια ταμεία της πόλης. Μα η φουκαριάρα η Μία τί να πει; Δεν άντεξε άλλο το ξύλο, πνιγόταν και μέσα στο νέο της φόρεμα ώσπου μια μέρα σωριάστηκε χάμω από τα πολλά βασανιστήρια και την στεναχώρια. Ευκαιρία βρήκανε οι ντόπιοι και ξένοι εκμεταλλευτές μαζί με τους συμβούλους τους και τους παρασυμβούλους τους. Πήραν μέτρα αλλά και νέα μέτρα. «Φέρτε όλα σας τα λεφτά μπας και σώσουμε την Μία. Ο οργανισμός της έχει πέσει σε βαθιά ύφεση. Πρέπει να σωθεί η Μία αν θέλετε να επιστρέψει η Ανάπτυξη στον τόπο μας. Μην αργείτε γιατί θυμώνουν οι ξένοι και θα πάρουν πίσω το μοντέρνο φόρεμα και η Μια θα πέσει ξανά στη μιζέρια και στην κακομοιριά.» κράζανε κάθε μέρα και οι πολίτες, μπουνταλάδες σαν ήταν, τα δώσανε όλα. Ώσπου μια μέρα δεν είχαν τι να δώσουν. Και παρόλο που ήταν φιλήσυχοι είχαν πλέον εξαγριωθεί. 


Μαζευτήκαν όλοι μαζί και κατευθύνθηκαν προς στο δωμάτιο της Μίας. Σύνθημά τους ήταν ένα: «Μία, δεν έχουμε μία». Μόλις μπήκαν στο δωμάτιό της, τα έχασαν από αυτό που αντίκρισαν. Η Μία στο κρεβάτι, ξαπλωμένη, μονάχη, γυμνή και ετοιμοθάνατη. Μώλωπες, χαρακιές γεμάτο το αιμόφυρτο, σαπισμένο κορμί της. Έψαξαν για τους αυλικούς και τον βασιλιά αλλά δεν τους βρήκανε. Το είχανε σκάσει μαζί με τα λάφυρα φορτωμένα στα μπαούλα. Σκύψανε μερικοί να βοηθήσουνε την Μία και εκείνη το μόνο που κατέφερε να ψελλίσει, πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, ήταν μια λέξη: «Κορόιδα»! Νεκρική σιγή επικράτησε στο δωμάτιο. Ξαφνικά ακούγεται μια γυναικεία φωνή: «Γεια σας, είμαι η Ανάπτυξη. Δεν άργησα;». Πέντε λεπτά νωρίτερα να ερχότανε η Ανάπτυξη η Οικονομία και η πόλη θα είχαν σωθεί…

Πηγή: http://osadenftano.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου